περι-στύφω
1περιστῦφον — περί στύφω contract pres part act masc voc sg περί στύφω contract pres part act neut nom/voc/acc sg …
2περιστύφει — περιστύ̱φει , περί στύφω contract pres ind mp 2nd sg περιστύ̱φει , περί στύφω contract pres ind act 3rd sg …
3περιστύφω — Α αποξηραίνω κάτι εντελώς με στυπτική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στύφω «συστέλλω, συμμαζεύω, είμαι στυφός»] …