περι-στενάχω
1περιστενάχουσι — περί στενάχω groan pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περί στενάχω groan pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
2περιστενάχοντες — περί στενάχω groan pres part act masc nom/voc pl …
3περιστενάχοντο — περί στενάχω groan imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …
4περιστενάχων — περί στενάχω groan pres part act masc nom sg …
5περιστενάχω — και περιστενάχομαι Α περιστενάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στενάχω «αναστενάζω»] …
6περιστεναχώ — έω, Α αντηχώ ολόγυρα, αντιλαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεναχῶ, άλλος τ. τού στοναχῶ «αναστενάζω, βουίζω»] …
7περιστοναχώ — έω, Α 1. αναστενάζω γύρω από κάποιον, θρηνώ 2. αντηχώ ολόγυρα, βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στοναχῶ, επικ. τ. τού στενάχω] …