περι-σκυθίζω
1σκυθίζω — Α [Σκύθης] 1. συμπεριφέρομαι σαν Σκύθης, μιμούμαι τους Σκύθες 2. πίνω χωρίς μέτρο, μεθοκοπώ («Ἱερώνυμος δὲ ὁ Ῥόδιος ἐν τῷ περὶ μέθης καὶ τὸ μεθύσαι σκυθίσαι φησί», Αθήν.) 3. (από την συνήθεια τών Σκυθών να αποσπούν το δέρμα από τα κεφάλια τών… …
2περιεσκυθισμένων — περϊεσκυθισμένων , περί σκυθίζω behave like a Scythian perf part mp fem gen pl περϊεσκυθισμένων , περί σκυθίζω behave like a Scythian perf part mp masc/neut gen pl …
3περισκυθίζω — ΜΑ γδέρνω, αφαιρώ το τριχωτό δέρμα τής κεφαλής κατά τον τρόπο τών Σκυθών, με σκοπό τον βασανισμό τού θύματος («προσέταξε γλωσσοτομεῑν καὶ περισκυθίσαντες ἀκρωτηριάζειν», ΠΔ) 2. παθ. περισκυθίζομαι κάνω εγχείρηση για να αφαιρέσω το τριχωτό δέρμα… …
4περιεσκυθίσθη — περϊεσκυθίσθη , περί σκυθίζω behave like a Scythian aor ind pass 3rd sg …
5περιεσκυθίσθησαν — περϊεσκυθίσθησαν , περί σκυθίζω behave like a Scythian aor ind pass 3rd pl …