περι-ναιετάω

  • 1περιναιετάω — Α 1. κατοικώ ολόγυρα («ἄλλους τ αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους, οἵ περιναιετάουσι», Ομ. Οδ.) 2. (για πόλη) βρίσκομαι ολόγυρα («μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας, αἵ περιναιετάουσι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ναιετάω «οικώ, διαμένω»] …

    Dictionary of Greek