περι-λακτίζω
1περιλακτίζοντες — περί λακτίζω kick with the heel pres part act masc nom/voc pl …
2περιλακτίζω — Α λακτίζω από παντού, χτυπώ κλοτσώντας από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακτίζω «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ»] …
1περιλακτίζοντες — περί λακτίζω kick with the heel pres part act masc nom/voc pl …
2περιλακτίζω — Α λακτίζω από παντού, χτυπώ κλοτσώντας από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακτίζω «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ»] …