περι-κῡδαίνω
1περικυδανέουσιν — περικῡδανέουσιν , περί κυδαίνω give fut part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) περικῡδανέουσιν , περί κυδαίνω give fut ind act 3rd pl (epic doric ionic) …
2περικυδαίνω — Α τιμώ ή εγκωμιάζω κάποιον με μεγαλοπρέπεια, αποδίδω την ύψιστη τιμή σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυδαίνω «αποδίδω τιμή, δοξάζω»] …