περι-κῠλίω
1κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ …
2περιεκύλιον — περϊεκύλῑον , περί κυλίω roll imperf ind act 3rd pl περϊεκύλῑον , περί κυλίω roll imperf ind act 1st sg …
3περικυλίει — περικυλί̱ει , περί κυλίω roll pres ind mp 2nd sg περικυλί̱ει , περί κυλίω roll pres ind act 3rd sg …
4περικυλίουσι — περικυλί̱ουσι , περί κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικυλί̱ουσι , περί κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
5περικυλίουσιν — περικυλί̱ουσιν , περί κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικυλί̱ουσιν , περί κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
6περιεκύλιε — περϊεκύλῑε , περί κυλίω roll imperf ind act 3rd sg …
7περικυλιομένοις — περικυλῑομένοις , περί κυλίω roll pres part mp masc/neut dat pl …
8περικυλιομένους — περικυλῑομένους , περί κυλίω roll pres part mp masc acc pl …
9περικυλιόμενα — περικυλῑόμενα , περί κυλίω roll pres part mp neut nom/voc/acc pl …
10περικυλιόμενοι — περικυλῑόμενοι , περί κυλίω roll pres part mp masc nom/voc pl …
- 1
- 2