περι-κυλίνδω
1κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …
2περικυλινδομένου — περί κυλίνδω roll pres part mp masc/neut gen sg …
3περικυλίσατε — περικυλί̱σατε , περί κυλίνδω roll aor imperat act 2nd pl περικυλί̱σατε , περί κυλίνδω roll aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …
4περικυλινδώ — έω, Α κυλίω κάτι ολόγυρα, περιστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυλινδῶ «κυλώ»] …
5περιεκυλίσατο — περϊεκυλί̱σατο , περί κυλίνδω roll aor ind mid 3rd sg …
6περιεκυλίσθη — περϊεκυλί̱σθη , περί κυλίνδω roll aor ind pass 3rd sg …
7περιεκύλισεν — περϊεκύλῑσεν , περί κυλίνδω roll aor ind act 3rd sg …
8περικεκυλισμένος — περικεκυλῑσμένος , περί κυλίνδω roll perf part mp masc nom sg …
9περικυλισθῆναι — περικυλῑσθῆναι , περί κυλίνδω roll aor inf pass …
10περικυλισθέντες — περικυλῑσθέντες , περί κυλίνδω roll aor part pass masc nom/voc pl …
- 1
- 2