περι-αυχένιος

  • 1καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… …

    Dictionary of Greek

  • 2περιαυχένιος — α, ο / περιαυχένιος, ον, ΝΑ αυτός που περιβάλλει τον αυχένα («κόσμος περιαυχένιος», Διον. Αλ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιαυχένιο α) το μέρος τής σαγής υποζυγίου, το οποίο περιβάλλει τον αυχένα, η λαιμαργία, αλλ. περιλαίμιο β) πλατύς… …

    Dictionary of Greek