περι-ασθμαίνω
1περιασθμαίνω — Α 1. ασθμαίνω ολόγυρα 2. αναπνέω με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀσθμαίνω «αναπνέω με δυσκολία»] …
2περιήσθμαινε — περϊήσθμαινε , περί ἀσθμαίνω breathe hard imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …
1περιασθμαίνω — Α 1. ασθμαίνω ολόγυρα 2. αναπνέω με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀσθμαίνω «αναπνέω με δυσκολία»] …
2περιήσθμαινε — περϊήσθμαινε , περί ἀσθμαίνω breathe hard imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) …