περι-αίνυμαι
1περιαίνυμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιαίνυτο περιελάμβανεν, περιεῑχεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αἴνυμαι «λαμβάνω, παίρνω»] …
2περιαίνυτο — περϊαίνυτο , περί αἴνυμαι take imperf ind mid 3rd sg (epic) …
1περιαίνυμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «περιαίνυτο περιελάμβανεν, περιεῑχεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αἴνυμαι «λαμβάνω, παίρνω»] …
2περιαίνυτο — περϊαίνυτο , περί αἴνυμαι take imperf ind mid 3rd sg (epic) …