περι - καλλής

  • 1ζακαλλής — ζακαλλής, ές (Α) πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + καλλής < κάλλος (πρβλ. α καλλής, περι καλλής)] …

    Dictionary of Greek

  • 2ημεροκαλλές — ἡμεροκαλλές, τὸ (Α) είδος κίτρινου κρίνου που ανθεί μόνο μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + καλλές (ουδ. τού β συνθετικού επιθέτων καλλής < κάλλος, πρβλ. ζα καλλής, περι καλλής] …

    Dictionary of Greek

  • 3λιθοκαλλής — λιθοκαλλής, ές (Α) αυτός που είναι φτειαγμένος από ωραίο λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + καλλής (< κάλλος) πρβλ. α καλλής, περι καλλής] …

    Dictionary of Greek

  • 4per-2 —     per 2     English meaning: to go over; over     Deutsche Übersetzung: “das Hinausfũhren about”     Material: A. Dient as preposition, preverb and Adverb: a. per, peri (locative of Wurzelnomens) “vorwärts, in Hinausgehen, Hinũbergehen about …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 5περικαλλής — ές, ΝΜΑ (για πρόσ. και πράγμ.) πάρα πολύ ωραίος, πολύ όμορφος, πανώριος. επίρρ... περικαλλώς / περικαλλῶς ΝΜΑ με εξαιρετική ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + καλλής (< κάλλος), πρβλ. υπερ καλλής] …

    Dictionary of Greek

  • 6περισσοκαλλής — ές, Α εξαιρετικά ωραίος, περικαλλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι καλλής] …

    Dictionary of Greek

  • 7υπερκαλλής — ές, ΜΑ εξαιρετικά όμορφος, πανέμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καλλής (< κάλλος), πρβλ. περι καλλής] …

    Dictionary of Greek