περιχάρεια
1περιχαρείᾳ — περιχαρείᾱͅ , περιχάρεια excessive joy fem dat sg (attic doric aeolic) …
2περιχάρεια — excessive joy fem nom/voc sg …
3περιχάρεια — και εσφ. γρφ. περιχαρία, ἡ, ΜΑ [περιχαρής] μεγάλη χαρά, το να είναι κανείς γεμάτος χαρά …
4περιχαρείας — περιχαρείᾱς , περιχάρεια excessive joy fem acc pl περιχαρείᾱς , περιχάρεια excessive joy fem gen sg (attic doric aeolic) …
5περιχάρειαι — περιχάρεια excessive joy fem nom/voc pl …
6περιχάρειαν — περιχάρεια excessive joy fem acc sg …
7περιχαρία — ἡ, ΜΑ (εσφ. γρφ.) βλ. περιχάρεια …