περιφύω
1περιφύω — Α [φύω] 1. καθιστώ κάτι σύμφυτο με κάτι άλλο, συνδέω στερεά 2. φυτρώνω, φουντώνω ολόγυρα 3. αγκαλιάζω σφιχτά …
2περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι …
3περίφυτος — ον, Α [περιφύω] κατάφυτος …
4περιφυής — ές, Α [περιφύω] αυτός που βλαστάνει γύρω από κάτι …
5φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …