περιφρουρώ
1περιφρουρώ — περιφρουρώ, περιφρούρησα βλ. πίν. 73 …
2περιφρουρώ — περιφρούρησα, περιφρουρήθηκα, περιφρουρημένος, προφυλάγω, προστατεύω: Περιφρουρώ τα συμφέροντα του κράτους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3περιφρουρώ — έω, ΝΜΑ 1. φρουρώ, τοποθετώ φρουρούς σε όλα τα μέρη 2. προφυλάσσω, προστατεύω από οποιονδήποτε κίνδυνο …
4περιφρουρῶ — περιφρουρέω guard on all sides pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides pres ind act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides pres subj act 1st sg (attic epic doric) περιφρουρέω guard on all sides… …
5περιφρουρεύω — Α περιφρουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφρουρῶ κατά τα ρ. σε εύω] …
6θαλασσοφυλακώ — θαλασσοφυλακῶ, έω (Μ) περιφρουρώ ορισμένη θαλάσσια περιοχή («τριήρεις θαλασσοφυλακοῦσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + φυλακώ (< φύλαξ), πρβλ. oδo φυλακώ, οπισθο φυλακώ ή < αμάρτυρο *θαλασσο φύλαξ] …
7περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …
8περιπυργώ — όω, Α 1. περιβάλλω κάτι με πύργους, κατασκευάζω πύργους γύρω από κάτι 2. μτφ. περιφρουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πυργῶ (< πύργος)] …
9περιφρούρηση — η, Ν 1. η τοποθέτηση φρουρών γύρω από κάποιον ή από κάτι 2. προστασία, διαφύλαξη («η περιφρούρηση τής εθνικής ομοψυχίας είναι χρέος όλων»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περιφρουρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …
10προφυλάσσω — ΝΜΑ, και προφυλάγω Ν, και αττ. τ. προφυλάττω Α 1. είμαι φύλακας, φρουρός, φυλάγω, προασπίζω, περιφρουρώ («προφυλάσσω νηόν», Ύμν. Απόλλ.) 2. προστατεύω κάποιον ή κάτι από ενδεχόμενο κίνδυνο (α. «τα αντιηλιακά προφυλάσσουν από την ακτινοβολία» β.… …