περιτορνεύω
1περιτορνεύω — και περιτορεύω ΝΑ 1. τορνεύω κάτι γύρω γύρω, καθιστώ κάτι στρογγυλό χρησιμοποιώντας τον τόρνο 2. φιλοτεχνώ, κατασκευάζω προσεκτικά γύρω από κάτι («θνητὸν σῶμα αὐτῇ περιετόρνευσαν», Πλάτ.) 3. καθιστώ περίτεχνο κάτι 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… …
2περιτορνεύουσαν — περιτορνεύω turn as in a lathe pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …
3περιτορεύω — βλ. περιτορνεύω …
4ՃԱԽԱՐԱԿԵՄ — (եցի.) NBH 2 0165 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c ն. ՃԱԽԱՐԱԿԵՄ որ եւ ՇՈՒՐՋ ՃԱԽԱՐԱԿԵԼ. περιτορνεύω circumtorno. Ճախարակաւ հարթել, ողորկել, բոլորշի գործել. ջարխէ քաշել, կոկել, կըկլօր կամ բիւրիւզսիւզ ընել …