περιστερεών
1περιστερεών — dovecote masc nom/voc sg …
2περιστερεών — ῶνος, ὁ, ΜΑ βλ. περιστερώνας …
3περιστερεῶν — περί στερεόω make firm pres part act masc voc sg (doric aeolic) περί στερεόω make firm pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περί στερεόω make firm pres part act masc nom sg περί στερεόω make firm pres inf act (doric) …
4περιστερεῶνα — περιστερεών dovecote masc acc sg …
5περιστερεῶνι — περιστερεών dovecote masc dat sg …
6περιστερεῶνος — περιστερεών dovecote masc gen sg …
7περιστερεῶσιν — περιστερεών dovecote masc dat pl …
8περιστερεώνων — περιστερεών dovecote masc gen pl …
9περιστερῶνα — περιστερεών dovecote masc acc sg περιστερών masc acc sg …
10περιστερώνας — και περιστερεώνας και περιστεριώνας, ο / περιστερεών, ῶνος ΝΜΑ τεχνητή κατοικία τών εξημερωμένων περιστεριών αρχ. 1. (μόνο στον τ. περιστερεών) το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη 2. φρ. α) «περιστερεὼν ὕπτιος» το φυτό ιεροβοτάνη β) «τρίτη… …
- 1
- 2