περιστερεών

  • 11Δημητριάς — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας. Ιδρύθηκε από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή γύρω στο 294 π.Χ., ΒΑ της παλαιότερης πόλης Παγασαί, κοντά στη θάλασσα και απέναντι από τη σημερινή πόλη Βόλο. Για τον εντοπισμό της ακριβούς θέσης της είχαν γίνει πολλές… …

    Dictionary of Greek

  • 12περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες …

    Dictionary of Greek

  • 13περιστερόεις — εσσα, εν, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη ή περιστερεών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερ εών «το φαρμακευτικό φυτό ιεροβοτάνη» + κατάλ. όεις*] …

    Dictionary of Greek

  • 14περσεφόνιον — τὸ, Α [Περσεφόνη] 1. το φυτό ράμνος 2. το φυτό περιστερεών …

    Dictionary of Greek

  • 15τρυγόνι — (streptopelia turtur). Περιστερόμορφο πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, μήκους περίπου 30 εκ. και ανοίγματος πτερύγων περίπου 50 εκ. Τρώει σπόρους, βλαστούς και μικρά ασπόνδυλα και ζει στις νοτιοκεντρικές περιοχές της Ευρώπης και στη δυτική …

    Dictionary of Greek

  • 16ԱՂԱՒՆԱՐՕՏ — ( ) NBH 1 0035 Chronological Sequence: Unknown date, 18c ԱՂԱՒՆԱՐՕՏ կամ ԱՂՈՒԵՆԱՐՕՏ. (զոր Ստեփ. լեհ. կամի ընթեռնուլ որպէս ռմկ. ԱՂԱՒՆԻՃ.) Խոտ՝ որ լինի արօտ կամ ճարակ աղաւնեաց. ըստ յն. աղաւնական: περιστερέων peristereon, verbenaca, verbeneca իտ. erba …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 17περιστερῶν — περιστερά common pigeon fem gen pl περιστερεών dovecote masc nom/voc sg περιστερός common pigeon masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)