περιστενάζω
1περιστενάζω — Α 1. στενάζω γύρω από κάποιον ή από κάτι 2. μέσ. περιστενάζομαι στενάζω, θρηνώ τα βάσανά μου («ἁπάσης οἰκουμένης περιθρηνουμένης και περιστεναζομένοις», Πλούτ.) …
2περιστενάχω — και περιστενάχομαι Α περιστενάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στενάχω «αναστενάζω»] …
3περιστεναζομένης — περιστενάζομαι pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) περιστενάζω lament round pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …