περισσόν

  • 1περισσόν — περισσός beyond the regular number masc acc sg περισσός beyond the regular number neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2περισσός — ή, ό και περιττός, ή, ό / περισσός, ή, όν, ΝΜΑ, και περσός, ή, ό Ν, και αττ. τ. περιττός, ή, όν, Α 1. αυτός που υπερβαίνει το κανονικό μέτρο, που περισσεύει, που πλεονάζει, περίσσιος, παραπανήσιος 2. άφθονος, πολύς 3. (στη νεοελλ. μόνον ο τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3Зенодот из Ефеса — (Ζηνόδοτος) грамматик и критик. Сначала наставник Птоломея Филадельфа (III в. до Р. X.), З. в царствование последнего назначен был председателем высшей ученой коллегии в Александрии (музей) и библиотекарем тамошней большой библиотеки. Важнейшим… …

    Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • 4нѣчьто — (381) мест. неопр. 1. Нечто, чтото: грѣха дѣлѧ малъмь нѣчимь опечѧлихъ и. Изб 1076, 88; аште принесеши даръ свои къ алтареви. и тѹ помѧнеши ˫ако братъ твои нѣчьто имать на тѧ. (τι) Там же, 188 об.; то же ПНЧ 1296, 87 об.; ПНЧ XIV, 31г; ст҃ославъ… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 5периса — ПЕРИС|А (ПЕРИС|Ъ?) (1*), Ы (А?) с. ἡ περισσή (τὸ περισσόν) Добавочный, дополнительный стих: по съконьчѧнии же коѥ˫аждо пѣ(с). поють(с). iрмо(с). въ перисъ мѣсто. свѣ(т). Словъмь твоимь слов. на хвалите г҃а. УСт к. XII, 21 об …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 6έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …

    Dictionary of Greek

  • 7δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …

    Dictionary of Greek

  • 8λογάρι — το (AM λογάριον, Μ και λογάριν και λογάρι και λαγάριν) νεοελλ. μσν. αποθησαυρισμένο χρήμα ή θησαυρός από τιμαλφή αντικείμενα, περιουσία, πλούτος («καὶ κτήματα ἀρίθμητα ἐπέδωκεν νὰ ἔχουν, λογάριόν τε περισσόν, καὶ δούλους», Διγεν. Ακρ.) αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 9περίσκον — τὸ, Α το φυτό στρύχνος ο μανικός, αλλ. περιττόν ή περισσόν …

    Dictionary of Greek

  • 10ԱՊԱՐՈՒՄ — (րումք, կամ րումն, րմունք, մանց.) NBH 1 0274 Chronological Sequence: Early classical, 13c գ. παράθεμα additamentum, περισσόν reliquum, residuum եւ σχοινίον funiculus Աւելորդ ծայրք կամ կախուածք վրանի եւ նմանեացն, ստորոտ. ծոպք. եւ Ապաւանդակ. լար …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)