περισσεύσαι
1περισσεύσαι — περισσεύσαῑ , περισσεύω to be over and above aor opt act 3rd sg …
2περισσεῦσαι — περισσεύω to be over and above aor inf act …
3περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …
4Love of God — Part of a series on God General conceptions …