περισσαίνω

  • 1περισσαίνω — ΜΑ [περισσός] μσν. αισθάνομαι πλήρωση, πλησμονή ή πίεση αρχ. βλ. περισαίνω …

    Dictionary of Greek

  • 2περισαίνω — ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α 1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον 2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τόν ακολουθώ δουλικά, τόν κολακεύω ταπεινά, τόν θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς τής ημέρας» β.… …

    Dictionary of Greek