περισπᾶν
1περισπᾶν — περισπάω draw off from around pres part act masc voc sg (doric aeolic) περισπάω draw off from around pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περισπάω draw off from around pres part act masc nom sg (doric aeolic) περισπᾶ̱ν , περισπάω draw …
2περισπᾷν — περισπάω draw off from around pres inf act περισπάω draw off from around pres inf act …
3περισιγώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «περισιγᾱν ἀφέλκειν τοῡ προκειμένου» (πρέπει να αναγνωσθεί περισπᾱν) …
4περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… …