περιποίκιλος
1περιποίκιλος — variegated masc/fem nom sg …
2περιποίκιλος — ον, Α αυτός που φέρει πολλά ποικίλματα ή αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποικίλος «πολύχρωμος»] …
3περιποίκιλον — περιποίκιλος variegated masc/fem acc sg περιποίκιλος variegated neut nom/voc/acc sg …
4ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …