περιορισμός
1περιορισμός — marking out by boundaries masc nom sg …
2περιορισμός — ο, ΝΜΑ [περιορίζω] 1. το να περιορίζεται κανείς ή κάτι, να περικλείεται σε όρια 2. το να επιβάλλεται σε κάποιον να παραμένει σε ορισμένο χώρο, η απαγόρευση ελεύθερης μετακίνησης νεοελλ. 1. στρ. η ελαφρότερη από τις στρατιωτικές πειθαρχικές ποινές …
3περιορισμός — ο 1. περίφραξη, φραγμός, δέσμευση, ελάττωση, μετριασμός: Το κράτος επιβάλλει περιορισμό στην κατανάλωση ενέργειας. 2. ελαφριά στρατιωτική ποινή: Του έβαλε ο λοχαγός δέκα μέρες περιορισμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… …
5περιορισμοῖς — περιορισμός marking out by boundaries masc dat pl …
6περιορισμοί — περιορισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl …
7περιορισμοῦ — περιορισμός marking out by boundaries masc gen sg …
8περιορισμούς — περιορισμός marking out by boundaries masc acc pl …
9περιορισμῶν — περιορισμός marking out by boundaries masc gen pl …
10περιορισμῷ — περιορισμός marking out by boundaries masc dat sg …