-
1 кругозор
кругозор м о ορίζοντας· широкий (узкий) \кругозор о πλατύς ( περιορισμένος) ορίζοντας* * *мο ορίζονταςширо́кий (у́зкий) кругозо́р — ο πλατύς (περιορισμένος) ορίζοντας
-
2 ограниченный
-
3 индекс
ο δείκτης, ο αριθμός- отсчёта курса неподвижный (в радиомагнитном индикаторе планово-навигационном приборе и т.п.) η σταθερή γραμμή πορείας (σε όργανα ναυσιπλοΐας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индекс
-
4 ограниченность
ο περιορισμός, η στενότητα, η ανεπάρκεια-ый περιορισμένος, οριοθετημένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ограниченность
-
5 узкий
1. (неширокий) στενός 2. (охватывающий немногое или немногих) περιορισμένος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узкий
-
6 односторонний
1) μονόπλευρος, μονομερήςодносторо́ннее движе́ние (тра́нспорта) — ο μονόδρομος
2) перен. περιορισμένος -
7 недалекий
недалек||ийприл1. (о расстоянии) μή μακρυνός, κοντινός:\недалекий путь ὁ κοντινός δρόμος·2. (о времени) ἐγγύς, σύντομος, κοντινός:в \недалекийом будущем στό ἐγγύς μέλλον, στό κοντινό μέλλον в \недалекийом прошлом στό πρόσφατο παρελθόν, πρό ὁλίγου καιρού·3. (о человеке) περιορισμένος, στενοκέφαλος, ὀλιγόμυαλος. -
8 ограниченность
ограниченностьж1. ἡ στενότητα [-ης], ἡ ἀνεπάρκεια·2. (ограниченный кругозор) ὁ περιορισμένος χαρακτήρας, ἡ στενότητα. -
9 ограниченный
ограниченн||ый1. прич. от ограничить.2. прил (небольшой, умеренный) περιορισμένος:\ограниченныйые размеры ἡ περιορισμένη ἔκταση· \ограниченныйые круги́ περιορισμένοι κύκλοι·3. прил (о человеке, уме и т. п.) στενοκέφαλος:\ограниченныйый человек ἀνθρωπος μέ περιορισμένο μυαλό. -
10 односторонней
одностороннейприл1. (о материи) μέ μιά ὀψη·2. (в одном направлении) μονομερής:\односторонней-ее движение транспорта ὁ μονόδρομος·3. (о действии, соглашении и т. п.) μονόπλευρος·4. перен μονομερής, μονόπλευρος / περιορισμένος (о человеке). -
11 ограниченный
[αγκρανίτσιννυΥ] εκ. περιορισμένος -
12 restricted chi-squared test
French\ \ test chi-deux restreint; test khi-deux restreintGerman\ \ eingeschränkter Chiquadrat-TestDutch\ \ chi-kwadraat-toets onder restricties; chi-kwadraat-toets onder restricties volgens NeymanItalian\ \ test di chi-quadrato ristrettaSpanish\ \ prueba de ji-cuadrado restringidaCatalan\ \ prova de khi-quadrat restringidaPortuguese\ \ teste do qui-quadrado restritoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ περιορισμένος χι-τετράγωνο έλεγχοςFinnish\ \ rajoitettu khiin neliö-testiHungarian\ \ korlátozott chi-négyzet próbaTurkish\ \ sınırlandırılmış ki-kare sınaması; sınırlandırılmış ki-kare testiEstonian\ \ kitsendatud hii-ruut-testLithuanian\ \ ribotasis chi-kvadrato kriterijusSlovenian\ \ -Polish\ \ ograniczony test chi-kwadratRussian\ \ ограниченный критерий хи-квадратUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ takmarkaður kí-kvaðrat prófEuskara\ \ mugatua-chi karratu probaFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ -Arabic\ \ اختبار مربع كاي المقيدAfrikaans\ \ beperkte chi-kwadraattoets (volgens Neyman)Chinese\ \ 限 制 卡 方 ( χ ) 检 验Korean\ \ 제한카이제곱검정[검증] -
13 ограниченный
[αγκρανίτσιννυΥ] επ περιορισμένος -
14 замкнутый
επ., βρ: -нут, -а, -о.1. κλει-οτός, περιορισμένος, απομονωμένος•-ая жизнь απομονωμένη ζωή•
замкнутый характер κλειστός χαρακτήρας.
|| απρόσιτος για άλλους•-ая среда νλειστό περιβάλλον.
2. (ηλεκτρ.) -ая| цепь κλειστό κύκλωμα. || αδιέξοδος. -
15 короткий
επ., βρ: короток κ. короток, коротки, коротко, короткоκ. коротко, коротки, коротки κ. коротки; короче.1. κοντός, βραχύς•-ие ноги κοντά πόδια•
-ие волосы μικρά μαλλάκια•
платье коротко το φόρεμα είναι κοντό•
-ие брюки κοντό παντελόνι•
короткий путь κοντινός δρόμος•
-ое дыхание λαχάνιασμα•
-ое пальто κοντό πανωφόρι.
|| χαμηλός•-ая трава χαμηλά χόρτα.
2. σύντομος• μικρός•зимой дни -ие το χειμώνα οι μέρες είναι μικρές•
короткий срок σύντομη προθεσμία•
короткий разговор σύντομη συνομιλία.
|| γρήγορος, απότομος•удар απότομο χτύπημα.
|| συνοπτικός•-ая расправа συνοπτική διαδικασία (χωρίς πολλές διατυπώσεις).
3. στενός, φιλικός•-ие отношения στενές σχέσεις•
-ое знакомство γνωριμία από κοντά.
εκφρ.- ая волна – βραχύ κύμα (ραδίου)•- ая память – βραχεία μνήμη•руки коротки у тебя – κ.τ.τ. τα χέρια σου είναι κοντά (είσαι ανίσχυρος, ανίκανος να τα βάλεις με μένα)•короткий ум ή ум короток – στενός, περιορισμένος νους•в -их словах – συνοπτικά, σύντομα, κοντολογής•на -ой ноге – σε στενές (φιλικές) σχέσεις. -
16 мирок
-рка α. μικρός κύκλος ανθρώπων. || μτφ. περιορισμένος κύκλος (γνώσεων, παραστάσεων κ.τ.τ.). -
17 небогатый
επ., βρ: -гат, -а, -ο.1. όχι και πλούσιος• εύπορος.2. (για πράγματα) όχι και πολυτελής, λίγο πολυτελής.3. ανεπαρκής, πενιχρός• περιορισμένος•небогатый запас знаний πανι-χρές γνώσεις•
небогатый выбор περιορισμένη ποικιλία, πενιχρά πράγματα.
-
18 недалёкий
επ., βρ: -лк, -лека, -леко κ. -лко, πλθ. -леки κ. -лки; недальше.1. μη μακρινός κοντινός, σιμοτινός•-ая деревня κοντινό χωριό.
|| (για απόσταση) σύντομος, μικρός, βραχύς•-ое путешествие μικρό ταξίδι•
недалёкий путь μικρός δρόμος.
2. πρόσφατος, ο εγγύς•-ое прошлое πρόσφατο παρελθόν•
-ое будущее το εγγύς μέλλον.
3. (με σημ. κατηγ.) κοντεύω, πλησιάζω είμαι έτοιμος.4. (για συγγένεια) κοντινός•-ие родственники οι κοντινοί συγγενείς.
5. περιορισμένος (κατά την αντίληψη), ευήθης, μωρός.εκφρ.- го ума – περιορισμένης αντίληψης, κοντόφθαλμος. -
19 ограниченный
επ. από μτχ.περιορισμένος, λίγος, ασήμαντος•-ые возможности λίγες δυνατότητες•
-ые средства περιορισμένα μέσα•
в -ых количествах σε περιορισμένες ποσότητες.
|| μτφ. περιορισμένης αντίληψης•ограниченный че-ловк άνθρωπος περιορισμένης αντίληψης.
-
20 ограничительный
επ., βρ: -лен, -льна, -о1. περιοριστικός•-ые мероприятия περιοριστικά μέτρα.
2. μτφ. περιορισμένος (περιορισμένης έκτασης, πεδίου).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… … Dictionary of Greek
Τουρκμενιστάν — H χώρα βρίσκεται στη νοτιοδυτική Kεντρική Aσία και συνορεύει προς βορρά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοδυτικά με το Kαζαχστάν, δυτικά είναι η Kασπία θάλασσα, νότια με το Iράν και νοτιοανατολικά με το Aφγανιστάν.Το Tουρκμενιστάν δημιουργήθηκε μετά τη… … Dictionary of Greek
περιορίζομαι — περιορίζομαι, περιορίστηκα, περιορισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: περιορίζομαι : η μτχ. περιορισμένος απαντάται συνήθως ως επίθετο (→ αυτός που έχει ορισμένα όρια ή έχει στενά όρια ή είναι λιγοστός) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιορίζω — περιόρισα, περιορίστηκα, περιορισμένος: 1. κλείνω μέσα: Την περιόρισαν σε μοναστήρι. 2. ελαττώνω, μετριάζω: Περιορίζω τις απαιτήσεις μου, τις δαπάνες, το πιοτό. 3. συγκρατώ, συνετίζω, χαλιναγωγώ, περιμαζεύω: Περιόρισε τα παιδιά της, γιατί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… … Dictionary of Greek
άζωνος — η, ο (AM ἄζωνος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν φορά ζώνη, ο άζωστος αρχ. μσν. ο μη περιορισμένος από ζώνες ή χώρες, ο μη επιχώριος (ιδιαίτερα για θεούς, τών οποίων η λατρεία ήταν διαδεδομένη παντού και όχι μόνο σε ορισμένη περιοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ… … Dictionary of Greek
έγκλειστος — η, ο (Μ ἔγκλειστος, ον) ο κλεισμένος, περιορισμένος σ έναν τόπο («έγκλειστος οικοτροφείου, φρενοκομείου») νεοελλ. (για επιστολή) αυτός που περιλαμβάνεται στον ίδιο φάκελο με την επιστολή («έγκλειστη επιταγή, αναφορά») μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek