περιοδικός
1περιοδικός — acquired in one s travels masc nom sg …
2περιοδικός — ή, ό / περιοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [περίοδος] αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετού β. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικό έντυπο,… …
3περιοδικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή παρουσιάζεται κατά χρονικά διαστήματα: Περιοδικός τύπος, το σύνολο των εντύπων που κυκλοφορούν όχι κάθε μέρα. – Περιοδικοί άνεμοι. 2. (μαθημ.), «περιοδικός αριθμός», αριθμός που στο δεκαδικό του μέρος επαναλαμβάνεται η …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4περιοδικός τύπος — Η έκφραση υποδηλώνει το σύνολο εκείνο των εντύπων (επιθεωρήσεις, δελτία, ακαδημαϊκά δημοσιεύματα, εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά ποικίλων θεμάτων, εξειδικευμένες εκδόσεις, κόμικς, κ.λπ.) που, αν και έχουν μια κανονική περιοδικότητα, αφήνουν να… …
5περιοδικά — περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc pl περιοδικά̱ , περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc/acc dual περιοδικά̱ , περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6περιοδικώτερον — περιοδικός acquired in one s travels adverbial comp περιοδικός acquired in one s travels masc acc comp sg περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc comp sg …
7περιοδικῶν — περιοδικός acquired in one s travels fem gen pl περιοδικός acquired in one s travels masc/neut gen pl …
8περιοδικόν — περιοδικός acquired in one s travels masc acc sg περιοδικός acquired in one s travels neut nom/voc/acc sg …
9περιοδικαῖς — περιοδικός acquired in one s travels fem dat pl …
10περιοδικαί — περιοδικός acquired in one s travels fem nom/voc pl …