περιλάλητος
1περιλάλητος — much talked of masc/fem nom sg …
2περιλάλητος — η, ο / περιλάλητος, ον, ΝΜΑ [περιλαλώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περιώνυμος, ονομαστός, ξακουστός …
3περιλάλητος — η, ο περιβόητος, ονομαστός, ξακουστός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4περιλάλητον — περιλάλητος much talked of masc/fem acc sg περιλάλητος much talked of neut nom/voc/acc sg …
5περιλάλητα — περιλάλητος much talked of neut nom/voc/acc pl …
6αμφιβόητος — ἀμφιβόητος, ον (ΑΜ) [ἀμφιβοῶ] 1. αυτός που αντηχεί ολόγυρα 2. περιβόητος, περιλάλητος, ξακουστός …
7κοσμοξακουσμένος — η, ο αυτός που έχει ακουστεί σε όλο τον κόσμο, ένδοξος, περιλάλητος …
8περιβόητος — η, ο / περιβόητος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. περιβόατος Α [περιβοώ] αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, που η φήμη του έχει φθάσει μακριά και τόν γνωρίζουν όλοι, περιώνυμος, περιλάλητος, ονομαστός, ξακουστός αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «περιβόητος,… …
9περιλαλώ — έω, ΜΑ μσν. μέσ. περιλαλοῡμαι, έομαι έχω αποκτήσει μεγάλη φήμη, είμαι περιλάλητος αρχ. 1. μιλώ υπερβολικά, είμαι φλύαρος 2. μιλώ για κάτι 3. μτφ. περιγράφω 4. φρ. «περιλαλοῡσα τραγωδία» (ως σκωπτικός χαρακτηρισμός τών τραγουδιών τού Ευριπίδου)… …
10πολύφραστος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος 2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.) 3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …