περιλοπίζω
1περιλοπίζω — Α ξεφλουδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λοπίζω «ξεφλουδίζω»] …
2περιλοπίσαντες — περιλοπίζω aor part act masc nom/voc pl …
1περιλοπίζω — Α ξεφλουδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λοπίζω «ξεφλουδίζω»] …
2περιλοπίσαντες — περιλοπίζω aor part act masc nom/voc pl …