περιλεσχήνευτος
1περιλεσχήνευτος — talked of in every club masc/fem nom sg …
2περιλεσχήνευτος — ον, Α αυτός για τον οποίο μιλούν παντού, για τον οποίο γίνεται λόγος σε κάθε λέσχη, σε κάθε τόπο συνάθροισης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λεσχηνεύω «συζητώ» (< λέσχη)] …
3περιλεσχήνευτον — περιλεσχήνευτος talked of in every club masc/fem acc sg περιλεσχήνευτος talked of in every club neut nom/voc/acc sg …