περικαλλεστέρα
1περικαλλεστέρα — περικαλλεστέρᾱ , περικαλλής very beautiful fem nom/voc/acc comp dual περικαλλεστέρᾱ , περικαλλής very beautiful fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
2περικαλλέστερα — περικαλλής very beautiful neut nom/voc/acc comp pl …
3περικαλλεστέραν — περικαλλεστέρᾱν , περικαλλής very beautiful fem acc comp sg (attic doric aeolic) …