περικαλλής
1περικαλλής — very beautiful masc/fem nom sg …
2περικαλλής — ές, ΝΜΑ (για πρόσ. και πράγμ.) πάρα πολύ ωραίος, πολύ όμορφος, πανώριος. επίρρ... περικαλλώς / περικαλλῶς ΝΜΑ με εξαιρετική ομορφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι* + καλλής (< κάλλος), πρβλ. υπερ καλλής] …
3περικαλλῆ — περικαλλής very beautiful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) περικαλλής very beautiful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) περικαλλής very beautiful masc/fem acc sg (attic epic doric) …
4περικαλλέστερον — περικαλλής very beautiful adverbial comp περικαλλής very beautiful masc acc comp sg περικαλλής very beautiful neut nom/voc/acc comp sg …
5περικαλλεστάτων — περικαλλής very beautiful fem gen superl pl περικαλλής very beautiful masc/neut gen superl pl …
6περικαλλεῖ — περικαλλής very beautiful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) περικαλλής very beautiful masc/fem/neut dat sg …
7περικαλλεῖς — περικαλλής very beautiful masc/fem acc pl περικαλλής very beautiful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
8περικαλλέα — περικαλλής very beautiful neut nom/voc/acc pl (epic ionic) περικαλλής very beautiful masc/fem acc sg (epic ionic) …
9περικαλλές — περικαλλής very beautiful masc/fem voc sg περικαλλής very beautiful neut nom/voc/acc sg …
10περικαλλέστατα — περικαλλής very beautiful adverbial superl περικαλλής very beautiful neut nom/voc/acc superl pl …