περικάω

  • 1περικάω — Α (αττ. τ.) βλ. περικαίω …

    Dictionary of Greek

  • 2περικαίω — ΝΑ, και περικαίγω Ν, και αττ. τ. περικάω Α καίω κάτι ολόγυρα, καψαλίζω τσουρουφλίζω αρχ. 1. μτφ. φλογίζω, εξεγείρω, εξερεθίζω 2. παθ. περικαίομαι α) φλέγομαι ολόγυρα, από όλα τα μέρη, καψαλίζομαι γύρω γύρω β) φλέγομαι από αγάπη για κάποιον …

    Dictionary of Greek