περιηγ-

  • 1ALPES — I. ALPES montes sunt excelsi (qui Italiam separant a Gallia, Helvetia, Rhaetia, Hungaria, et Germania.) l Alpi Italis, Alpen Germanis dicti, qui mulriplices sunt; variaque, pro locorum diversitate, sortiuntur nomina. Longitud. 3000. Sunt enim 1.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 2εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται …

    Dictionary of Greek

  • 3λογεύς — λογεύς, ὁ (Α) [λόγος] 1. ομιλητής, ρήτορας 2. ο πεζογράφος («λογεῑς δὲ λέγουσι τοὺς ἱστορικοὺς καὶ φιλοσόφους καὶ ἰατροὺς καὶ ὅσους ἐν τῷ χορῷ τῶν λογίων τιθέναι δίκαιον», Σχόλ. Διον. Περιηγ·) …

    Dictionary of Greek

  • 4μελιτοποιώ — μελιτοποιῶ, έω (ΑM) [μελιτοποιός] παρασκευάζω ή παράγω μέλι (α. «ἰνδικαῑς καλάμοις, ἃς μελιτοποιεῑν ἐκεῑνός φησιν», Διον.Περιηγ. β. «ἵνα καὶ ἐξ ἀγρίων ἀνθέων μελιτοποιῆται τὰ χρήσιμα», Ευστάθ.) …

    Dictionary of Greek

  • 5μεταμυθεύομαι — (Α) ταυτίζομαι μυθικά με κάποιον ή με κάτι («μεταμυθεύεσθαι εἰς τὸν ἄνεμον», σχόλ. στον Διον. Περιηγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μυθεύω, ομαι «πλάθω μύθους, διηγούμαι μύθους»] …

    Dictionary of Greek