περιηγητής

  • 91Τεβενό, Zαν ντε- — (Thιvenot, 1633 – 1667). Γάλλος περιηγητής. Ταξίδεψε σε νησιά του Αιγαίου, στη Σμύρνη, στην Κωνσταντινούπολη, στη δυτική Ασία και στην Ινδία. Κατήρτισε πλούσιες συλλογές φυτών και έκανε γνωστή στη Γαλλία τη χρήση του καφέ. Οι αφηγήσεις του… …

    Dictionary of Greek

  • 92Τεμπλ-Γκρενβίλ, σερ- — (Temple Grenvill, 1776 – 1839). Άγγλος περιηγητής, αξιωματικός του στρατού. Περιηγήθηκε σε διάφορες χώρες της Ανατολής. Από τα έργα του, ιδιαίτερα σημαντικό από ελληνικής πλευράς, είναι το δίτομο Ταξίδια στην Ελλάδα και στην Τουρκία …

    Dictionary of Greek

  • 93Τεξιέ, Καρλ — (Texier, 1802 – 1871). Γάλλος αρχιτέκτονας, αρχαιολόγος και περιηγητής. Διετέλεσε επιθεωρητής στα δημόσια κτίρια του Παρισιού και το 1833 του ανατέθηκε να μελετήσει τους αρχαιολογικούς χώρους της Μικράς Ασίας. Το 1849 διορίστηκε καθηγητής της… …

    Dictionary of Greek

  • 94Τζένο — (Zeno). Ευγενής βενετικός οίκος, του οποίου πολλά μέλη απέκτησαν σημαντικά αξιώματα την εποχή της φραγκοκρατίας στην Ελλάδα. Από αυτούς, των οποίων το όνομα εξελληνίστηκε σε Τζένος ή Ζένος, γνωστότεροι είναι: 1. Μαρίνος. Μετά τον θάνατο του δόγη… …

    Dictionary of Greek

  • 95Τουρνεφόρ, Zοζέφ ντε Πιτόν — (Tournefort, Aιξ 1656 – ;). Επιφανής Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής. Σπούδασε ιατρική στο Μονπελιέ και επιδόθηκε ιδιαίτερα στη βοτανική, στην οποία είχε ιδιαίτερη κλίση. Αψηφώντας κόπους και κινδύνους, επιχείρησε διάφορα ταξίδια με σκοπό τις… …

    Dictionary of Greek

  • 96Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… …

    Dictionary of Greek

  • 97τουρίστας — ο θηλ. τουρίστρια περιηγητής, περιηγήτρια …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)