περιηγητής

  • 71Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …

    Dictionary of Greek

  • 72Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μήλου — Το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μήλου στεγάζεται στον ένα από τους δύο παλαιότερους ναούς του νησιού, στην εν λειτουργία εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται πολύ κοντά στην παραλία του Αδάμαντα. Αυτό το πολύ ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό μνημείο… …

    Dictionary of Greek

  • 73Μπααλμπέκ — Πόλη (περ. 30.000 κάτ.) του βορειοανατολικού Λιβάνου, 60 χλμ. ΒΔ της Βηρυτού, με την οποία συνδέεται με σιδηροδρομική γραμμή. Χτισμένη στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Αντιλιβάνου, σε υψόμ. 1.160 μ., στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει το Χαλέπι με …

    Dictionary of Greek

  • 74Μπρους, Τζακ — (Jack Bruce, 1730 – 1794). Σκοτσέζος περιηγητής. Το 1768 επισκέφτηκε την Αίγυπτο και κατόπιν την Αιθιοπία, όπου εξερεύνησε τα ερείπια της Αξούμ. Στη διάρκεια της παραμονής του στην Αιθιοπία έφτασε μέχρι τις πηγές Μπαχρ ελ Αζράκ, που νόμισε ότι… …

    Dictionary of Greek

  • 75Μύκονος — Νησί (85,48 τ.χλμ.) των βορειοανατολικών Κυκλάδων, μεταξύ της Τήνου και της Νάξου. Διοικητικά ανήκει στον νομό Κυκλάδων και αποτελείται από τον δήμο Μυκόνου (9.320 κάτ.) στον οποίο υπάγονται τα δημοτικά διαμερίσματα Μυκονίων (7.929 κάτ.) και Άνω… …

    Dictionary of Greek

  • 76Νυμφόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γυναικάδελφος του βασιλιά των Θρακών Σιτάλκη (5ος αι. π.Χ.). Επειδή ο Ν. είχε μεγάλη επιρροή στον γυναικάδελφο του Σιτάλκη, οι Αθηναίοι τον έκαναν πρόξενό τους (431 π.Χ.) κι αυτός κατόρθωσε να κάνει τον Σιτάλκη… …

    Dictionary of Greek

  • 77οβίνες — Αρτιοδάκτυλα μηρυκαστικά του γένους όβις (ovis), της οικογένειας των βοοειδών, της υποοικογένειας των καπρινών. Μερικοί επιστήμονες χωρίζουν τα βοοειδή σε δυο διαφορετικές υποοικογένειες: τους καπρίνες και τους οβίνες. Στη ζωοκομία όμως, με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 78Πάλας, Πέτερ Zίμον — (Pallas, Bερολίνο 1741 – 1811). Γερμανός φυσιοδίφης και περιηγητής. Με εντολή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης B» ταξίδεψε στην Ασιατική Ρωσία (1768 74) και επισκέφτηκε τη Σιβηρία φτάνοντας μέχρι τον ποταμό Αμούρ και τις περιοχές των Ουραλίων, της… …

    Dictionary of Greek

  • 79Παρκεθύμης, Ιάκωβος — Έλληνας περιηγητής του 16ου αι. Γεννήθηκε στην Πάτμο, αλλά καταγόταν από τη Μήλο, γι’ αυτό και ονομαζόταν και Μηλαΐτης. Άνθρωπος μέτριας μόρφωσης, περιηγήθηκε τμήματα της ελληνικής Ανατολής και των βαλκανικών χωρών, τη Γερμανία και τα παράλια της …

    Dictionary of Greek

  • 80Πασάργκε, Ζίγκφριντ — (Passarge, Siegfried, 1867 – 1958). Γερμανός γεωγράφος και περιηγητής. Διετέλεσε καθηγητής ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στο Βρότσλαβ και στο Αμβούργο. Εξερεύνησε περιοχές της Ισημερινής, της Νότιας και της Βόρειας Αφρικής, καθώς επίσης και… …

    Dictionary of Greek