περιηγητής

  • 61Λάιχαρτ, Λούντβιχ — (Ludwig Leichhardt, Τρέμπατς, Πρωσία 1813 – Αυστραλία 1848). Γερμανός περιηγητής. Εξερεύνησε την Αυστραλία και πιο συγκεκριμένα τις ανατολικές και βόρειες ακτές της. Στα πλαίσια της δεύτερης αποστολής του, που ξεκίνησε το 1848, κάτω από… …

    Dictionary of Greek

  • 62Λέρνα ή Λέρνη — Αρχαία παραθαλάσσια τοποθεσία της Αργολίδας, περίπου 7 χλμ. Ν του Άργους, στη θέση του σημερινού οικισμού Μύλοι, στις ανατολικές υπώρειες του όρους Ποντίνου. Ήταν φημισμένη στην αρχαιότητα για τα άφθονα νερά της, τα οποία τροφοδοτούν την αργολική …

    Dictionary of Greek

  • 63Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …

    Dictionary of Greek

  • 64Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …

    Dictionary of Greek

  • 65Μενεκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Περιηγητής και τοπογράφος της αρχαίας Ελλάδας (2oς ή 1oς αι. π.Χ.). Έγραψε τοπογραφία της πόλης της Αθήνας με τον τίτλο Περί Αθηνών, η οποία λογιζόταν ως έργο του Καλλικράτη. 2. Ιστοριογράφος (2ος αι. π.Χ.). Καταγόταν …

    Dictionary of Greek

  • 66Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …

    Dictionary of Greek

  • 67Μίντεντορφ, Αλεξάντρ Φιοντόροβιτς — (Aleksandr Fedorovitch Middendorf, Αγία Πετρούπολη 1815 – Χέλενορμ Λιβονία 1894). Ρώσος φυσιοδίφης και περιηγητής. Το 1837 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Ντορπάτ και στο διάστημα 1842 45 ταξίδεψε στη βόρεια και στην ανατολική… …

    Dictionary of Greek

  • 68Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… …

    Dictionary of Greek

  • 69Μουσείο, Αρχαιολογικό Ήλιδας (Ηλείας) — Η Αρχαιολογική Συλλογή της Ήλιδας ιδρύθηκε το 1981. Περιλαμβάνει τα ευρήματα που έφεραν στο φως οι ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Ήλιδας και καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από την πρωτοελλαδική έως και τη ρωμαϊκή εποχή. Η Ήλιδα… …

    Dictionary of Greek

  • 70Μουσείο, Αρχαιολογικό Σαμοθράκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σαμοθράκης βρίσκεται πάνω στον πλακόστρωτο δρόμο που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο της Παλιάπολης Σαμοθράκης. Το μουσείο θεμελιώθηκε το 1939, άνοιξε όμως τις πύλες του στο κοινό το 1955. Φιλοξενεί τα ευρήματα από τις… …

    Dictionary of Greek