περιηγητής

  • 51Ηλιόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης (2ος αι. π.Χ.). Συνεργάστηκε στη διακόσμηση της Οκταβίας Στοάς και φιλοτέχνησε σύμπλεγμα του Πάνα και του Ολύμπου. 2. Ο Περιηγητής (2oς αι. π.Χ.). Έγραψε για την Ακρόπολη της Αθήνας και τα αναθήματά της. 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 52Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… …

    Dictionary of Greek

  • 53Ιμπν Μπατούτα — (Ibn Batuta,Ταγγέρη 1304 – Φεζ 1377). Άραβας περιηγητής. Είναι γνωστός και ως «ο ταξιδευτής του Ισλάμ». Πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια στον ισλαμικό κόσμο, στην κεντρική και νότια Ασία και στην Άπω Ανατολή, για τα οποία άφησε ακριβείς… …

    Dictionary of Greek

  • 54Κίμωλος — I Νησί (35,71 τ. χλμ., 769 κάτ.) των Κυκλάδων. Παλαιότερα υπαγόταν διοικητικά στην επαρχία Μήλου· μετά το σχέδιο Καποδίστριας αποτελεί κοινότητα του νομού Κυκλάδων. Η Κ. έχει πεντάγωνο σχήμα και είναι άγονη. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι το… …

    Dictionary of Greek

  • 55Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης — (6ος αι. μ.Χ.). Έμπορος και περιηγητής από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το 522 ταξίδεψε για εμπορικούς σκοπούς στην Αιθιοπία, στην ανατολική Αφρική, στην Αραβία και έφτασε, ίσως, έως την Ινδική χερσόνησο (απ’ όπου προέρχεται και η επονομασία… …

    Dictionary of Greek

  • 56Κότσιν — (Cochin/Kochi). Πόλη (596.473 κάτ. το 2001) της Ινδίας στην πολιτεία Κεράλα (38.863 τ. χλμ., 31.838.619 κάτ.), στις ακτές της Αραβικής θάλασσας. Η πόλη βρίσκεται στην ακτή Mαλαμπάρ, 170 χλμ. ΒΔ της Tριβαντρούμ. Αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα… …

    Dictionary of Greek

  • 57Κοχ, Καρλ Χάινριχ Εμίλ — (Karl Heinrich Emil Koch, 1809 – 1879). Γερμανός φυσιοδίφης και περιηγητής. Από το 1836 έως το 1847 ταξίδεψε στη Ρωσία και στην Ανατολή. Επιστρέφοντας στη Γερμανία εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της βοτανικής στο… …

    Dictionary of Greek

  • 58Κραννών — I Αρχαία πόλη της Θεσσαλίας, στα ΝΔ της Λάρισας. Σύμφωνα με τις άμεσες και έμμεσες πληροφορίες των ιστορικών και των περιηγητών, εικάζεται ότι ήταν η σπουδαιότερη πόλη σε πλούτο και δύναμη ύστερα από τη Λάρισα, στην περιοχή της Πελασγιώτιδας.… …

    Dictionary of Greek

  • 59Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …

    Dictionary of Greek

  • 60Κυριακός ο Αγκωνίτης — (Ανκόνα 1391 – Κρεμόνα 1452). Ιταλός περιηγητής και αρχαιολόγος. Νεότατος άρχισε να ταξιδεύει ως έμπορος σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας. Περιηγήθηκε πολλές φορές την Ιταλία και τις ελληνικές περιοχές (από το 1412 έως το 1449), φτάνοντας έως την… …

    Dictionary of Greek