περιηγητής

  • 41Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 42Αλκμάν — (7ος αι. π.Χ.).Λυρικός ποιητής. Γεννήθηκε στις Σάρδεις της Μικράς Ασίας, αλλά έζησε και πέθανε στη Σπάρτη, όπου δίδαξε μουσική, χορό και ποίηση. Από τα πιο φημισμένα έργα του ήταν τα περίφημα παρθένια, είδος λυρικών ποιημάτων που τα τραγουδούσε… …

    Dictionary of Greek

  • 43Αμμιράλλος ή Αμμιραλλός, Δημήτριος — (Χίος 1656 – ;). Λόγιος. Φοίτησε στο Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης, όπου σπούδασε γραμματική, ρητορική και φιλολογία. Πήγε έπειτα στο Παρίσι όπου σπούδασε ιατρική και βοτανική. Μετά τις σπουδές του στη Γαλλία, ο Α. ασκήθηκε επί εννιά χρόνια σε… …

    Dictionary of Greek

  • 44Βαλντέκ, Ζαν-Φρεντερίκ — (Jean Frederic Waldek, Αυστρία 1766 – 1875). Γάλλος περιηγητής και ζωγράφος. Σε νεαρή ηλικία περιηγήθηκε μεγάλο μέρος της Αφρικής και έφτασε έως το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Αργότερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σπούδασε ζωγραφική. Πήρε… …

    Dictionary of Greek

  • 45Γκι — (Guys). Επώνυμο τριών Γάλλων φιλελλήνων. 1. Κονσταντέν (Constantin, 1802 – 1892). Σχεδιαστής και υδατογράφος. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και φιλοτέχνησε πολλά σχέδια που τα θέματά τους τα άντλησε από τις πολεμικές εμπειρίες του. Το 1848… …

    Dictionary of Greek

  • 46Γκόες, Μπέντο ντε- — (Bento de Goes, 1562 – 1607). Πορτογάλος κληρικός και περιηγητής. Υπηρέτησε αρχικά στον στρατό και αργότερα έγινε ιησουίτης μοναχός. Ως μοναχός πήρε μέρος σε μία ιεραποστολή στην Κίνα, ακολουθώντας ένα καραβάνι Περσών εμπόρων. Πέθανε κατά τη… …

    Dictionary of Greek

  • 47Δαλίων — (μέσα 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ο πρώτος Έλληνας περιηγητής της Αιγύπτου, που έφτασε πέρα από τη Μερόη. Έζησε επί Πτολεμαίου Α’ και έδωσε πολύτιμες πληροφορίες για τους αιγυπτιακούς λαούς του Άνω Νείλου. Ο Ερατοσθένης άντλησε από τον Δ. πολλές… …

    Dictionary of Greek

  • 48Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …

    Dictionary of Greek

  • 49Εβλιά, Τσελεμπί — (Celebi Evliya, Κωνσταντινούπολη 1611 – 1682). Τούρκος περιηγητής. Γιος εύπορης οικογένειας, ο Ε. έκανε πολύχρονες σπουδές στα ιεροδιδασκαλεία της Κωνσταντινούπολης και τελικά ανακηρύχθηκε ουλεμάς (διδάκτορας θεολογίας). Ακολουθώντας τον τουρκικό …

    Dictionary of Greek

  • 50Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …

    Dictionary of Greek