περιηγητής

  • 31παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …

    Dictionary of Greek

  • 32πεντλανδίτης — ο (ορυκτ.) θειούχο ορυκτό τού νικελίου και τού σιδήρου το οποίο αποτελεί την κύρια πηγή απόληψης τού νικελίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pentlandite < J. Β. Pentland, Ιρλανδός περιηγητής και επιστήμονας] …

    Dictionary of Greek

  • 33περίπολος — η, ο / περίπολος, ον ΝΑ [περιπέλομαι]·Α. αυτός που περιφέρεται και φρουρεί έναν τόπο 2. το αρσ. ως ουσ. ο περίπολος φρουρός με αποστολή την φρούρηση ή και την κατασκόπευση ενός τόπου («περιπόλους ἔταξε καὶ ἐπισκόπους τῶν ἀγρῶν», Πλούτ.) 3. το θηλ …

    Dictionary of Greek

  • 34περιηγητικός — ή, ό / ός, ή, όν, ΝΜΑ [περιηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε περιήγηση ή περιηγήσεις, τουριστικός («περιηγητικές εντυπώσεις») μσν. αρχ. ο περιγραφικός («βιβλία περιηγητικά» βιβλία που χρησιμεύουν ως οδηγοί στους περιηγητές, σαν να… …

    Dictionary of Greek

  • 35περιοδευτής — ὁ, ΜΑ [περιοδεύω] 1. αυτός που περιοδεύει, που πηγαίνει από τόπο σε τόπο, περιηγητής 2. γιατρός που περιοδεύει από πόλη σε πόλη για να εξετάζει ασθενείς ή να διδάσκει την ιατρική 3. εκκλ. α) ο κήρυκας τού Ευαγγελίου β) (στο παρελθόν) εκπρόσωπος… …

    Dictionary of Greek

  • 36σέσκλο — I Νεολιθικός οικισμός, 15 χλμ. Δ του Βόλου, στον οποίο αναπτύχθηκε κατά την 5η χιλιετία ο πρώτος νεολιθικός πολιτισμός που έγινε γνωστός στην Ελλάδα και ένας από τους πρώτους στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Το όνομά του οφείλεται στο σύγχρονο μικρό… …

    Dictionary of Greek

  • 37σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …

    Dictionary of Greek

  • 38τουρίστας — ο, θηλ. τουρίστρια, η, Ν περιηγητής, άτομο που επισκέπτεται για σύντομο χρονικό διάστημα και για αναψυχή και ανάπαυση έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tourist (βλ. τουρισμός)] …

    Dictionary of Greek

  • 39Αγία Νάπα — Χωριό της Κύπρου στην επαρχία Αμμοχώστου. Στην περιοχή σώζεται βυζαντινό μοναστήρι της εποχής της ενετοκρατίας (λατινικό έως την τουρκική κατάκτηση του 1571). Το 1735 το επισκέφθηκε ο Ρώσος περιηγητής μοναχός Βασίλειος Γρηγόρεβιτς Βάρσκο, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 40Αδριάνειο υδραγωγείο — Σύστημα αγωγών με τους οποίους μεταφερόταν το νερό από τις πλαγιές της Πεντέλης στον Λυκαβηττό (στη σημερινή πλατεία Δεξαμενής, στο Κολωνάκι) για την ύδρευση της Αθήνας. Το έργο άρχισε ο Αδριανός και το ολοκλήρωσε ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (μέσα 2ου… …

    Dictionary of Greek