περιεστικός
1περιεστικός — sum masc nom sg περϊεστικός , περιστίζω prick perf part act neut nom/voc/acc sg …
2περιεστικός — ή, όν, Α [περίειμι (Ι)] αυτός που προμηνύει ανάρρωση («τίνι τούτων ὀξὺ καὶ θανατῶδες ἢ περιεστικόν», Ιπποκρ.). επίρρ... περιεστικῶς με τρόπο που προμηνύει ανάρρωση …
3περιεστικά — περιεστικός sum neut nom/voc/acc pl περιεστικά̱ , περιεστικός sum fem nom/voc/acc dual περιεστικά̱ , περιεστικός sum fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4περιεστικῶν — περιεστικός sum fem gen pl περιεστικός sum masc/neut gen pl …
5περιεστικόν — περιεστικός sum masc acc sg περιεστικός sum neut nom/voc/acc sg …
6περιεστικῶς — περιεστικός sum adverbial …
7περιεστικώτατος — περιεστικός sum masc nom superl sg …
8περιεστικώτερα — περιεστικός sum neut nom/voc/acc comp pl …