περιδίδωμι

  • 1περιδίδωμι — Α μεσ. περιδίδομαι στοιχηματίζω («τρίποδος περιδώμεθον ἠὲ λέβητος» ας βάλουμε στοίχημα έναν τρίποδα ή έναν λέβητα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δίδωμι «δίνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 2περίδοση — η / περίδοσις, όσεως, ΝΜΑ [περιδίδωμι] το να στοιχηματίζει κάποιος, το στοίχημα …

    Dictionary of Greek