περιβόησις
1περιβόησις — ήσεως, η, Α [περιβοώ] 1. το να καθιστά κανείς κάτι κακής φήμης, να το κάνει διαβόητο, δυσφήμηση, διαβολή 2. μεγάλη κραυγή 3. ταραχή, θόρυβος …
2περιβοήσεις — περιβόησις fem nom/voc pl (attic epic) περιβόησις fem nom/acc pl (attic) περιβοάω defame aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) περιβοάω defame fut ind act 2nd sg (attic ionic) …
3περιβοήσεσι — περιβόησις fem dat pl …
4περιβοησία — ἡ, Α η περιβόησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβόησις, κατά τα θηλ. σε ία] …