περιβλέπω
71ευπερίβλεπτος — εὐπερίβλεπτος, ον (Α) [περιβλέπω] ορατός γύρω γύρω, καταφανής, ολοφάνερος …
72μετουσώ — μετουσῶ, μετοσοῶ καί μετόσσω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περιβλέπω, ἀφορὼ, ἀποβλέπω» …
73περίβλεπτος — Ορεινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 580 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., κάτ.). * * * η, ο / περίβλεπτος, ον, ΝΜΑ [περιβλέπω] 1. αυτός που είναι δυνατό να τὸν δει κανείς από… …
74περίβλεψη — η / περίβλεψις, έψεως, ΝΑ [περιβλέπω] προσεκτική φροντίδα, επίβλεψη (αρχ) 1. το να κοιτάζει κανείς γύρω γύρω, να παρατηρεί ολόγυρα 2. θαυμασμός …
75περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …
76περιδέρκομαι — Α (ποιητ. τ.) περιβλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»] …
77περιπαπταίνω — Α βλέπω γύρω γύρω με φόβο ή με δειλία («πολλάκις ἐκ νηῶν πέλαγος περιπαπταίνοντες», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παπταίνω «περιβλέπω, περισκοπώ»] …
78περιβλέποι — περιβλέποῑ , περιβλέπω look round about pres opt act 3rd sg …
79περιβλέψας — περιβλέψᾱς , περιβλέπω look round about aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
80περιβλέψασα — περιβλέψᾱσα , περιβλέπω look round about aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …