περιαύγεια
1περιαύγεια — ἡ, Α [περιαυγής] διάχυτο φως …
2περιαυγείας — περιαυγείᾱς , περιαύγεια illumination fem acc pl περιαυγείᾱς , περιαύγεια illumination fem gen sg (attic doric aeolic) …
3περιαύγειαι — περιαύγεια illumination fem nom/voc pl …
4περιαύγειαν — περιαύγεια illumination fem acc sg …
5περιαυγή — η, Α [περιαυγάζω] περιαύγεια* …