περιαυτολογία
1περιαυτολογία — περιαυτολογίᾱ , περιαυτολογία speaking about oneself fem nom/voc/acc dual περιαυτολογίᾱ , περιαυτολογία speaking about oneself fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2περιαυτολογίᾳ — περιαυτολογίᾱͅ , περιαυτολογία speaking about oneself fem dat sg (attic doric aeolic) …
3περιαυτολογία — ἡ, ΝΑ [περιαυτολογώ] το να μιλά κανείς και μάλιστα επαινετικά για τον εαυτό του, μεγαλαυχία, καυχησιολογία …
4περιαυτολογία — η το να λέει κανείς επαινετικά για τον εαυτό του, καυχησιολογία, κομπασμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5περιαυτολογίας — περιαυτολογίᾱς , περιαυτολογία speaking about oneself fem acc pl περιαυτολογίᾱς , περιαυτολογία speaking about oneself fem gen sg (attic doric aeolic) …
6περιαυτολογίαν — περιαυτολογίᾱν , περιαυτολογία speaking about oneself fem acc sg (attic doric aeolic) …
7περιαυτολογικός — ή, ό / περιαυτολογικός, ή, όν, ΝΜ [περιαυτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιαυτολογία, κομπαστικός. επίρρ... περιαυτολογικώς και ά / περιαυτολογικώς και ά, ΝΜ με περιαυτολογία, κομπαστικά …
8-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …
9ιδιολογία — η (Α ἰδιολογία) [ιδιολόγος] νεοελλ. το να μιλάει κάποιος συστηματικά για τον εαυτό του, η περιαυτολογία αρχ. 1. ιδιαίτερη συνομιλία 2. υποκειμενική θεωρία κάποιου …
10κομπορρημοσύνη — η (Μ κομπορρημοσύνη) [κομπορρήμων] μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός …
- 1
- 2