περιαμπέχω
1περιαμπέχω — και περιαμπίσχω Α 1. βάζω κάτι ολόγυρα, περιβάλλω, περιτυλίγω 2. περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη («τὰ δὲ νεῡρα... περιαμπέχοντα τὰ ὀστᾱ μετὰ τῶν σαρκῶν», Πλάτ.) 3. μέσ. περιαμπέχομαι επιθέτω κάτι γύρω από τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… …
2περιαμπεχούσας — περϊαμπεχούσᾱς , περιαμπέχω put round about pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) περϊαμπεχούσᾱς , περιαμπέχω put round about pres part act fem gen sg (doric) …
3περιαμπέχει — περϊαμπέχει , περιαμπέχω put round about pres ind mp 2nd sg περϊαμπέχει , περιαμπέχω put round about pres ind act 3rd sg …
4περιαμπέχοντα — περϊαμπέχοντα , περιαμπέχω put round about pres part act neut nom/voc/acc pl περϊαμπέχοντα , περιαμπέχω put round about pres part act masc acc sg …
5περιαμπέχουσι — περϊαμπέχουσι , περιαμπέχω put round about pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περϊαμπέχουσι , περιαμπέχω put round about pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
6περιάμπεχε — περϊάμπεχε , περιαμπέχω put round about pres imperat act 2nd sg περϊάμπεχε , περιαμπέχω put round about imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
7έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …
8περιαμπίσω — Α βλ. περιαμπέχω …
9περιαμπεχόμενος — περϊαμπεχόμενος , περιαμπέχω put round about pres part mp masc nom sg …
10περιαμπέσχετο — περϊαμπέσχετο , περιαμπέχω put round about aor ind mid 3rd sg …
- 1
- 2