περιέσχον
1περιέσχον — περϊέσχον , περιέχω encompass aor ind act 3rd pl περϊέσχον , περιέχω encompass aor ind act 1st sg …
2осѣсти — (8*), ОСѦД|ОУ, ЕТЬ гл. Осадить, подвергнуть осаде: и осѣдоша городъ. и сѣдѣша •е҃• не(д). ЛН XIII2, 44 об. (1181); Осѣле ст҃осла(в). рьжевкѹ. городьць мьстиславль. съ пълкы въ •і҃• тысѧщь. Там же, 83 об. (1216); Володимеръ… ѡсѣде ˫Арополка в… …
3περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ …