περιέρχομαι
1περιέρχομαι — περϊέρχομαι , περιέρχομαι go round pres ind mp 1st sg …
2περιέρχομαι — περιέρχομαι, περιήλθα βλ. πίν. 214 …
3περιέρχομαι — ΝΜΑ 1. κινούμαι γύρω ή ανάμεσα σε έναν χώρο ή μια περιοχή (α. «περιέρχομαι τις αρχαιότητες» β. «θα περιέλθει δίσκος για τους φτωχούς» γ. «περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγοράν», Πλάτ.) 2. φτάνω, καταλήγω κάπου (α. «η περιουσία του περιέρχεται στο Δημόσιο» …
4περιέρχομ' — περϊέρχομαι , περιέρχομαι go round pres ind mp 1st sg …
5περελθόντες — περιέρχομαι go round aor part act masc nom/voc pl …
6περιέρχεσθον — περϊέρχεσθον , περιέρχομαι go round pres imperat mp 2nd dual περϊέρχεσθον , περιέρχομαι go round pres ind mp 3rd dual περϊέρχεσθον , περιέρχομαι go round pres ind mp 2nd dual περϊέρχεσθον , περιέρχομαι go round imperf ind mp 2nd dual (homeric… …
7γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …
8πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …
9περίειμι — (I) ΜΑ επιζώ, βρίσκομαι ακόμη στη ζωή (α. «αἱρέεται αὐτὸς περιεῑναι» προτιμά να επιζήσει αυτός, Ηρόδ. β. «ὑπόμνησιν τῶν περιόντων καὶ τῶν κεκοιμημένων», Κωνστ.) αρχ. 1. βρίσκομαι γύρω από κάτι («χωρίον ᾧ κύκλῳ τειχίον περιῆν», Θουκ.) 2. υπερέχω,… …
10περιέλθετε — περϊέλθετε , περιέρχομαι go round aor subj act 2nd pl (epic) περϊέλθετε , περιέρχομαι go round aor imperat act 2nd pl περϊέλθετε , περιέρχομαι go round aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …