περασ(σ)αι

  • 1περασμός — ο, ΝΑ νεοελλ. διάβαση, πέρασμα αρχ. τέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αόρ. ἐ πέρασ α τού περῶ + κατάλ. μός] …

    Dictionary of Greek